σοφιστῇ

σοφιστῇ
σοφιστής
master of one's craft
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σοφιστῆι — σοφιστῇ , σοφιστής master of one s craft masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ψευδολουκιανός — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί διάφοροι συγγραφείς, των οποίων τα έργα αποδίδονταν άλλοτε στον Λουκιανό τον Σαμοσατέα. Τα γνωστότερα ψευδεπίγραφα αυτά έργα είναι ο διάλογος Φιλόπατρις, που ειρωνεύεται τον χριστιανισμό και ανήκει σε κάποιο σοφιστή …   Dictionary of Greek

  • σοφιστήριον — τὸ, Α τόπος διδασκαλίας ενός σοφιστή, διδασκαλείο σοφιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφίζω / ομαι + επίθημα τήριον (πρβλ. δικασ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σοφιστικός — ή, ό / σοφιστικός, ή, όν, ΝΑ [σοφιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοφιστή 2. χαρακτηριστικός τού σοφιστή, δηλαδή απατηλός, ψευδής (α. «σοφιστικά επιχειρήματα» β. «ἐροῡμεν σοφὸν ἢ σοφιστικόν», Πλάτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η σοφιστική η… …   Dictionary of Greek

  • софи́ст — а, м. 1. В древней Греции: профессиональный учитель философии и ораторского искусства. 2. мн. ч. (софисты, ов). Древнегреческие философы 5 4 вв. до н. э., в центре внимания которых стояли вопросы этики, политики, теории познания и которые… …   Малый академический словарь

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α …   Dictionary of Greek

  • δη — δή (Α) (μόριο) 1. χρον. σ αυτό το σημείο, τώρα, τότε, ήδη («δὴ τότε», «δή ῥα τότε» γ. «ἐννέα δὴ βεβάασιν, ἐνιαυτοί» πέρασαν ήδη εννιά χρόνια δ. «ἕκτον δὲ δὴ τόδ ἦμαρ» αυτή είναι ακριβώς η έκτη μέρα ε. «τόδε δή» αυτή τη στιγμή ακριβώς) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”